- τηλεφωνικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ο σχετικός με την τηλεφωνία ή το τηλέφωνο: Τηλεφωνική εγκατάσταση.2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο: Τηλεφωνική συνδιάλεξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.